κατιφές

κατιφές
Κοινή ονομασία ετήσιων ανθόφυτων. Οι κ. κατατάσσονται σε δύο ομάδες ποικιλιών: στους όρθιους και υψηλούς, που προήλθαν από το είδος ταγέτης ο ορθοφυής, και στους κατακείμενους (νάνοι), που προήλθαν από τον ταγέτη τοναναπεπταμένο. Και τα δύο αρχικά είδη είναι ποώδη φυτά, αυτοφυή στη Νότια Αμερική (Μεξικό) και ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Έχουν επαλλάσσοντα, πριονωτά, αδενοφόρα φύλλα, που μυρίζουν έντονα, όταν τρίβονται, άνθη κατά κεφάλια, ξηρούς και αρραγείς (αχαίνια), πεπλατυσμένους ή πολυγωνικούς καρπούς. Οι καλλιεργούμενοι κ. είναι πολύ διαδεδομένοι σε όλη την Ελλάδα ως καλλωπιστικά φυτά του κήπου, της γλάστρας ή της ζαρντινιέρας. Τα άνθη τους, μονά ή διπλά, κίτρινα, πορτοκαλί, καφέ ή συνδυασμός αυτών, έχουν το σχήμα του γαρίφαλου. Πολλαπλασιάζονται με σπόρο την άνοιξη και ανθίζουν όλο το καλοκαίρι. Ευδοκιμούν στις ηλιόλουστες τοποθεσίες. Ο κατιφές καλλιεργείται σε ολόκληρη την Ελλάδα ως ετήσιο καλλωπιστικό του κήπου, της γλάστρας ή της ζαρντινιέρας (φωτ. Ταμβάκη).
* * *
ο
1. βελούδο
2. κοινή ονομασία τού φυτού ταγέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadife].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατιφές — ο (λ. αραβ. ή τουρκ.), βελούδο από μετάξι: Το ύφασμα αυτό είναι κατιφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατιφεδένιος — α, ο κατασκευασμένος από κατιφέ, βελούδινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατιφές (πληθ. κατιφέδ ες) + κατάλ. ένιος (πρβλ. αλατζαδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • catifea — CATIFEÁ, catifele, s.f. Ţesătură de mătase, de lână, de bumbac etc. care prezintă pe faţă fire dese cu lungimea mai mică de un milimetru, perpendiculare pe suprafaţa ţesăturii. – Din tc. kadife, ngr. katifés. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”